- σατανικότητα
- η, Ν1. η ιδιότητα τού σατανικού2. (σχετικά με ανθρώπινη ενέργεια) πανουργία, δόλος.[ΕΤΥΜΟΛ. < σατανικός. Η λ., στον λόγιο τ. σατανικότης, μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεφιστοφελισμός — ο 1. ο τρόπος τού Μεφιστοφελή, η συμπεριφορά με πανουργία και σατανικότητα 2. διαβολικότητα, σατανικότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Μεφιστοφελής* + κατάλ. ισμός*] … Dictionary of Greek
διαβολικότητα — η 1. η πανουργία 2. η μοχθηρότητα 3. η σατανικότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στον Χαρίσιο Παπαμάρκου] … Dictionary of Greek
διατανοσύνη — διατανοσύνη, η [διάτανος] η ιδιότητα τού διαβόλου, σατανικότητα … Dictionary of Greek